- σπλάγχα
- σπλάγχνονinward partsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πνευματοκήλη — η, Ν ιατρ. α) αεριώδης όγκος, αεροκήλη, που εμφανίζεται μέσα σε ιστούς και σπλάγχα ή όργανα β) (φρ) «πνευματοκήλη τού κρανίου» αεροκήλη τών εγκεφαλικών κοιλιών … Dictionary of Greek